Ο σημαντικότερος προδιαθεσικός παράγων για υψηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης είναι η τυχόν παρουσία υπερβολικής ποσότητας λίπους στο σώμα. Αυτό ισχύει ήδη από την παιδική ηλικία. Η μείωση του βάρους ειδικά σε υπέρβαρους υπερτασικούς έχει ως αποτέλεσμα και τη σημαντική μείωση της αρτηριακής τους πίεσης. Έτσι, μείωση του σωματικού βάρους κατά 10 kg προκαλεί μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά 5 – 20 mmHg.
Η εκτίμηση της ύπαρξης και του βαθμού παχυσαρκίας μπορεί να γίνει με την εκτίμησης του δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) ή τη μέτρηση της περιφέρειας της μέσης. Ο δείκτης μάζας σώματος, ωστόσο, είναι δυνατόν να υπερτιμήσει το ποσοστό σωματικού λίπους σε ανθρώπους που είναι μυώδεις ή σε ασθενείς που παρουσιάζουν οίδημα. Αντίστροφα μπορεί να υποτιμήσει τα ποσοστό του σε ηλικιωμένα άτομα ή σε άτομα με μειωμένη μυϊκή μάζα. Για το λόγο αυτό πιο αξιόπιστος δείκτης θεωρείται η μέτρηση της περιφέρειας της μέσης, γιατί εκτιμά ακριβέστερα την κοιλιακή παχυσαρκία που συνδέεται με τα καρδιαγγειακά προβλήματα και την υπέρταση.
Καλό είναι η μείωση του βάρους να είναι σταδιακή. Ικανοποιητικός ρυθμός θεωρείται η απώλεια 0,5 – 1 kg την εβδομάδα και καλός αρχικός στόχος η απώλεια του 10% του βάρους του σώματος. Για να επιτευχθεί απώλεια ενός κιλού την εβδομάδα, το άτομο θα πρέπει να λαμβάνει 1000 θερμίδες λιγότερες τη μέρα ή αντίστροφα να ξοδεύει 1000 θερμίδες περισσότερες καθώς σε ένα κιλό βάρους αντιστοιχούν 7000 θερμίδες. Ωστόσο, πιο αποτελεσματικός θεωρείται ο συνδυασμός μικρότερης πρόσληψης και μεγαλύτερης κατανάλωσης θερμίδων.