Τα τελευταία χρόνια μεγάλοι Επιστημονικοί Οργανισμού και Διαβητολογικοί σύλλογοι από διάφορες χώρες έχουν προσπαθήσει να συντάξουν γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δομή και τη σύσταση της σωστής διαβητικής διάτας.
Οι ανάγκες κάθε ατόμου σε ενέργεια εξαρτώνται από την ηλικία, το φύλο, το ύψος και την φασική του δραστηριότητα. Είναι σημαντικό να υπολογίζονται σωστά οι ενεργειακές ανάγκες των διαβητικών ατόμων, γιατί για τα άτομα αυτά η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχουν ιδιαίτερη σημασία και ειδικά για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (μη ινσουλινοεξαρτώμενο).
Σε ότι αφορά τα παχύσαρκα άτομα, όταν μειώνεται η πρόσληψη ενέργειας (θερμίδων), επέρχεται άμεση βελτίωση της γλυκαιμίας πολύ πριν το άτομο αρχίσει να χάνει βάρος. Η απώλεια βάρους, που επέρχεται με την πρόοδο της δίαιτας, βελτιώνει κι άλλο την γλυκαιμία. Η απώλεια βάρους είναι πολύ σημαντική νια την καλή ρύθμιση του διαβήτη και αυτό γιατί σε υπέρβαρους διαβητικούς η ευαισθησία στην ινσουλίνη είναι μειωμένη και έτσι ο γλυκαιμικός έλεγχος δυσκολότερος.
Η απώλεια βάρους (και ποσοστού λίπους κυρίως από την περιοχή της κοιλιάς) συμβάλλει στη μείωση της θνησιμότητας των διαβητικών ατόμων, γιατί όταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος υπερβαίνει το 25 (kg / m2) η θνησιμότητα από επιπλοκές του διαβήτη αυξάνει. Έτσι, η απώλεια βάρους, ακόμα και σε ποσοστό της τάξης του 5-10%, μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία του ατόμου στην ινσουλίνη και την ανοχή στη γλυκόζη και να μειώσει τα λιπίδια και την αρτηριακή πίεση του αίματος.
Μεγαλύτερη σημασία έχει η επαρκής παροχή ενέργειας σε παιδιά και εφήβους με σακχαρώδη διαβήτη. Ο βασικός στόχος στην περίπτωση αυτή είναι να παρέχεται ποιοτική και ποσοτική επάρκεια τροφής, ώστε να γίνεται σωστά η ανάπτυξη και να καλύπτονται οι ενεργειακές ανάγκες της φυσικής δραστηριότητας.