Καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί από πολλές καρδιαγγειακές νόσους και κυρίως από την υπέρταση και τη στεφανιαία νόσο. Όταν η καρδιά σταματά να ωθεί αποτελεσματικά το αίμα, αυτό παρουσιάζει υπερβολική συγκέντρωση στους πνεύμονες, με αποτέλεσμα ο ασθενής να βιώνει δύσπνοια. Η συμφόρηση (κακή κυκλοφορία του αίματος) στο υπόλοιπο σώμα οδηγεί σε κατακράτηση υγρών. Ένα άλλο επακόλουθο της δημιουργίας ουλώδους ιστού στον καρδιακό μυ είναι ότι ο ιστός δεν ανταποκρίνεται στις ηλεκτρικές διεργασίες που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού, οδηγώντας έτσι σε καρδιακή αρρυθμία με πιο συχνή μορφή τον ινιδισμό των κόλπων.
Αποτέλεσμα της καρδιακής ανεπάρκειας εiναι ότι το σώμα δεν εφοδιάζεται πλέον με τις ποσότητες οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών που χρειάζεται για να λειτουργήσει σωστά. Επειδή το αίμα και το οξυγόνο που μεταφέρεται δεν είναι αρκετά, οι ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζουν εύκολα κόπωση. Καθώς το αίμα λιμνάζει στους ιστούς, αφού η καρδιά δεν λειτουργεί όσο δυνατά χρειάζεται, το αiμα μαζεύεται μέσα στις φλέβες και αυξάνεται η πίεση μέσα σε αυτές. Εξαιτίας της αύξησης της πίεσης, εκκρίνονται υγρά στους γύρω ιστούς και κυρίως στα πόδια και στην κοιλιά. Επίσης παρατηρείται συλλογή υγρού και στους πνεύμονες με αποτέλεσμα να εντείνεται το αίσθημα δύσπνοιας.