Τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από την απογραφή του 2001, καθώς τα στοιχεία της απογραφής του 2012 είναι ακόμη υπό επεξεργασία. Ωστόσο μια τάση που υπήρχε από το 2001 και υπάρχει και σήμερα είναι η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της μείωσης της θνησιμότητας, της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης του γενικού πληθυσμού αλλά και της υπογεννητικότητας που παρατηρείται στη χώρα μας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της απογραφής του 2001 , τα ηλικιωμένα άτομα (δηλαδή τα άτομα άνω των 65 ετών) στην χώρα μας αποτελούσαν το 16,7% του ελληνικού πληθυσμού. Από αυτούς το 83,4% των ανδρών και το 46,9% των γυναικών ήταν έγγαμοι. Οι χήρες γυναίκες αποτελούσαν το 45,1% του πληθυσμού αυτού, ενώ οι χήροι άνδρες το 11,1. Το 5,9% των ανδρών του πληθυσμού αυτού ήταν αναλφάβητοι, ενώ οι αναλφάβητες γυναίκες ήταν το 19%. Το 7,4% των ανδρών εξακολουθούσαν να είναι οικονομικά ενεργοί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες έφτανε το 2% (Μπαϊμπάς, Τριχοπούλου 2010). Στην καταγραφή αυτή δεν υπήρχαν στοιχεία για το ποσοστό των ηλικιωμένων που ζούσαν σε ιδρύματα, υπολογίζεται όμως ότι το 27% ζούσαν με τα παιδιά τους.
Σε ό,τι αφορά τη διατροφή και τις διατροφικές συνήθειες των ηλικιωμένων ατόμων στη χώρα μας, οι διαθέσιμες έρευνες αποκλίνουν ως προς τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν και έτσι τα αποτελέσματα που δίνουν δεν συγκρίνονται άμεσα μεταξύ τους. Ακόμη, ο συγκεκριμένος πληθυσμός είναι ιδιαίτερα ανομοιογενής με μεγάλες διαφορές σε διάφορα χαρακτηριστικά όπως η μόρφωση, οι οικονομικές απολαβές, τα διαθέσιμα κοινωνικά δίκτυα, ο βαθμός αυτοεξυπηρέτησης και λειτουργικότητας κλπ. Εκεί όμως που φαίνεται να υπάρχει μια σύγκλιση είναι ότι τα άτομα της τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα, φαίνεται να παρουσιάζουν έντονη προσκόλληση στο παραδοσιακό μεσογειακό πρότυπο διατροφής.