Η αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας είναι πολύπλοκη υπόθεση και εξαρτάται από την αιτία και τη βαρύτητα του προβλήματος. Επίσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν τυχόν άλλες παθήσεις από τις οποίες μπορεί να πάσχει το άτομο, αλλά και η ανάγκη που προκύπτει συχνά για άμεση εντατική θεραπεία.
Σε ότι αφορά τις διαιτολογικές παρεμβάσεις έχουν κυρίως αξία στα προηγούμενα στάδια της πρόληψης και της θεραπείας των παθήσεων που ενδέχεται να οδηγήσουν κάποια στιγμή τον ασθενή στο στάδιο της καρδιακής ανεπάρκειας. Ως πιο χαρακτηριστικές και βασικές ορίζονται οι διαιτολογικές παρεμβάσεις για την πρόληψη και τον περιορισμό της αθηρωμάτωσης και της υπέρτασης, αλλά και άλλων καρδιαγγειακών προβλημάτων που έχουν ήδη αναφερθεί. Παρόλα αυτά, κάποιες παρεμβάσεις θεωρούνται απαραίτητες και κατά τη φάση της φαρμακευτικής θεραπείας της καρδιακής ανεπάρκειας.
Συνήθως οι ασθενείς που πάσχουν οπό καρδιακή ανεπάρκεια είναι καχεκτικοί, καθώς βιώνουν δυσπεψία και σχετικά ενοχλήματα και ανορεξία. Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται προσπάθεια για την επαρκή σίτισή τους. Στην πιο σπάνια περίπτωση που ένας τέτοιος ασθενής είναι παχύσαρκος, απαιτείται η μείωση του βάρους του με βαθμιαίο και συστηματικό τρόπο. Επίσης στην περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη η μείωση της πρόσληψης αλατιού. Συνήθως θεωρείται ικανοποιητική μια διατροφή που παρέχει μέχρι 6 gr αλάτι την ημέρα. Σημαντικό επίσης είναι η ποσότητα των υγρών που λαμβάνει ο ασθενής να μην υπερβαίνει το 1,5 λίτρο ανά ημέρα. Τέλος η κατανάλωση αλκοόλ θα πρέπει να είναι χαμηλή και να μην υπερβαίνει τα 30 gr στους άνδρες και τα 20 gr στις γυναίκες την ημέρα, καθώς το αλκοόλ λειτουργεί κατασταλτικά ως προς το μυοκάρδιο. Απαγορεύεται εντελώς η κατανάλωση αλκοόλ στους πάσχοντες από αλκοολικής αιτιολογίας μυοκαρδιοπάθεια.