Τα τελευταία χρόνια μεγάλοι Επιστημονικοί Οργανισμού και Διαβητολογικοί σύλλογοι από διάφορες χώρες έχουν προσπαθήσει να συντάξουν γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δομή και τη σύσταση της σωστής διαβητικής διάτας.
Η κατανάλωση σύνθετων υδατανθράκων συνιστάται στους διαβητικούς ήδη από το 1982. Το ποσοστό τους μπορεί να καλύπτει το 50-55% του συνόλου της πρόσληψης ενέργειας σε ημερήσια βάση. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Διαβητολογική Εταιρία, τα ποσοστά των υδατανθράκων στη δίαιτα μπορεί να είναι αρκετά μικρότερο του 50%. Σε αυτή την περίπτωση αυξάνεται η προσφορά του λίπους στο διαιτολόγιο, εφόσον όμως καταναλώνονται μονοακόρεστα λιπαρά οξέα και περιορίζεται η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων (δηλαδή λιπών ζωικής προέλευσης).
Τα ποσοστά για την κατανάλωση υδατανθράκων από τους διαβητικούς που δίνουν οι μεγάλοι οργανισμοί, κυμαίνονται οπό 45% έως 70%.
Έτσι, η παροχή σε ενέργεια μπορεί να καλύπτεται οπό ένα συνδυασμό υδατανθράκων και μονοακόρεστων λιπαρών. Ορισμένοι ερευνητές παραμένουν επιφυλακτικοί ως προς τη χορήγηση πολλών υδατανθράκων στους σακχαροδιαβητικούς. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ενδεχόμενο αύξησης των τριγλυκεριδίων. Η ταυτόχρονη παροχή μονοακόρεστων λιπαρών ωστόσο μπορεί να λειτουργεί και προληπτικά καθώς προστατεύουν από την αθηρωματική πλάκα.
Από τους υδατάνθρακες οι πολυσακχαρίτες απορροφώνται με πιο αργούς ρυθμούς. Έτσι, δεν προκαλούνται μεγάλες διακυμάνσεις στα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Αντίθετα, οι μεγάλες ποσότητες απλών σακχάρων (πχ ζάχαρης} θα πρέπει να αποφεύγονται, επειδή παρουσιάζουν γρήγορο ρυθμό απορρόφησης και προκαλούν μεγάλες αυξομειώσεις των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, οι μικρές ποσότητες ζάχαρης, που καταναλώνονται μαζί με άλλες τροφές ή στο πλαίσιο ενός μεικτού γεύματος, δεν φαίνεται από τις έρευνες να δημιουργούν πρόβλημα.
Εκτός από τα ποσοστά υδατανθράκων, διάφοροι διεθνείς οργανισμοί υγείας κάνουν προτάσεις που αφορούν και στην ποιότητά των υδατανθράκων που συστήνεται στους διαβητικούς να καταναλώνουν. Έτσι συστήνεται από όλους τους οργανισμούς να καταναλώνονται τροφές όπως όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα, λαχανικά και ημιαποβουτηρωμένα γαλακτοκομικά, που είναι τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες και με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.