Η ανεπαρκής σίτιση είναι σύνηθες φαινόμενο στην τρίτη ηλικία. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με ποικίλους παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς έχουν να κάνουν με τις φυσιολογικές διαδικασίες της βιολογικής γήρανσης του οργανισμού. Κάποιες άλλες σχετίζονται με την ανάπτυξη διαφόρων παθολογιών, ενώ υπάρχουν και παράγοντες κοινωνικής αλλά και ψυχολογικής φύσεως εξαιτίας των οποίων οι ηλικιωμένοι δεν διατρέφονται επαρκώς.
Κατά τη γήρανση του οργανισμού παρατηρούνται διάφορες φυσιολογικές μεταβολές στη λειτουργία του. Οι μεταβολές αυτές συχνά επηρεάζουν την κατάσταση του οργανισμού ως προς τη διατροφική του επάρκεια. Επίσης διάφορες παθολογικές καταστάσεις που παρατηρούνται στους ηλικιωμένους αποτελούν είτε αιτία είτε αποτέλεσμα του τρόπου διατροφής.
Παράμετροι, όπως η σύσταση του σώματος και τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά, με την πάροδο της ηλικίας μεταβάλλονται. Προκυμμένου να γίνει σωστή εκτίμηση της διατροφικής κατάστασης του ατόμου, ο ειδικός πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τις αλλαγές αυτές.
Στη σύσταση του σώματος ενός ηλικιωμένου ατόμου αυξάνει η ποσοστιαία αναλογία λίπους. Επίσης παρατηρείται συρρίκνωση της μυϊκής μάζας και μείωση της αντοχής των μυών. Η μείωση της μυϊκής αντοχής και ισχύος είναι υπεύθυνη για τα προβλήματα ισορροπίας και βάδισης που παρουσιάζονται σε πολλά ηλικιωμένα άτομα. Επίσης δυσχεραίνει την ικανότητα διεκπεραίωσης καθημερινών δραστηριοτήτων.
Άλλη φυσιολογική αλλαγή είναι η αλλαγή στην κατανομή της εναπόθεσης του λίπους. Και στους άνδρες και στις γυναίκες παρατηρείται αύξηση στην ενδοκοιλιακή εναπόθεση του λίπους. Ο τύπος αυτός εναπόθεσης αυξάνει την πιθανότητα καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων.
Επιπλέον σημαντική είναι και η επίπτωση της οστεοπενίας και της οστεοπόρωσης στην τρίτη ηλικία. Υπολογίζεται ότι το 40% των γυναικών σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία πάσχει από οστεοπόρωση. Το 50% της μείωσης της οστικής μάζας συμβαίνει μέσα σε 5 χρόνια από την εμμηνόπαυση, ενώ το υπόλοιπο μετά τα 60 έτη. Στην ανάπτυξη οστεοπενίας και οστεοπόρωσης συμβάλουν μεταξύ άλλων τα μειωμένα επίπεδα του συστατικού 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης που δεν το προσλαμβάνουν σε επαρκή επίπεδα λόγω κακής διατροφής, αλλά και μειωμένης έκθεσης στον ήλιο και μειωμένης σύνθεσης βιταμίνης D από το δέρμα.