Τα τελευταία χρόνια μεγάλοι Επιστημονικοί Οργανισμού και Διαβητολογικοί σύλλογοι από διάφορες χώρες έχουν προσπαθήσει να συντάξουν γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δομή και τη σύσταση της σωστής διαβητικής διάτας.
Ο σύγχρονες τάσεις που υπάρχουν ως προς τη δίαιτα των διαβητικών ατόμων είναι κατά βάσιν δύο είτε η χορήγηση σχετικά αυξημένων ποσοστών υδατανθράκων είτε η μείωση υδατανθράκων με παράλληλη αύξηση του μονοακόρεστου λίπους (ελαιόλαδου). Σε κάθε περίπτωση όμως είναι βασικό να μειωθεί η πρόσληψη ζωικού (κορεσμένου) λίπους. Ομοίως η πρόσληψη των Τrans λιπαρών πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή. Ο στόχος αυτού του τύπου της διατροφής είναι η πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων που παρουσιάζονται συχνά στα διαβητικό άτομο. Έτσι, συστήνεται η μείωση τόσο του κορεσμένου όσο και του πολυακόρεστου λίπους (που βρίσκεται στα σπορέλαια) σε ποσοστά κάτω του 10% της ημερήσιος πρόσληψης ενέργειας. Στην προσπάθεια αυτή σημαντικός φαίνεται ο ρόλος του ελαιόλαδου, το οποίο έχει συσχετιστεί με χαμηλούς δείκτες στεφανιαίας νόσου και σε διαβητικούς πληθυσμούς έχει φανεί ότι δεν υστερεί έναντι του ηλιέλαιου (που είναι πολυακόρεστο λιπαρό οξύ) σε ό,τι αφορά στην επίδρασή του στις τιμές των λιπιδίων του ορού. Επιπλέον μπορεί να προκαλεί λιγότερη αθηρωματική πλάκα σε σχέση με το άλλο λιπαρά οξέα. Αυτό φαίνεται να οφείλεται στην υψηλή αναλογία της βιταμίνης Ε, που περιέχει το ελαιόλαδο, καθώς και σε διάφορα φαινολικά ανrιοξειδωτικά με αντιθρομβωτική δράση.
Επίσης, ευεργετική δράση φαίνεται από διάφορες μελέτες να έχουν τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχονται στα ψάρια, τόσο στο μη διαβητικά όσο και στα διαβητικά άτομα. Η τακτική κατανάλωση ψαριού, αποτελεί παράγοντα που προφυλάσσει από τη στεφανιαία νόσο. Έτσι, συνιστάται η κατανάλωση λιπαρών ψαριών 2-3 φορές την εβδομάδα, καθώς και φυτικών πηγών ω-3 (π.χ λιναρόσπορου, καρυδιών, πράσινων λαχανικών), ώστε να εξασφαλίζεται η ικανοποιητική πρόσληψη των ω-3 λιπαρών οξέων. Δεν συνιστάται η χορήγηση τους σε μορφή διαιτητικών συμπληρωμάτων (π.χ. ιχθυέλαιο κ.ά.).