Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι η μη αναστρέψιμη έκπτωση της λειτουργίας των νεφρών. Η κατάσταση αυτή σχετίζεται συνήθως με την ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη (τα περιστατικά αυτά αποτελούν γύρω στο 40% των περιπτώσεων), υπέρτασης (περίπου το 25% των περιπτώσεων), σπειραματοπαθειώv (13% των περιπτώσεων), άλλων νεφροπαθειών και με πολυκυστική νόσο των νεφρών (7%). Όλες αυτές οι καταστάσεις σταδιακά συνηγορούν στην μόνιμη καταστροφή και απώλεια νεφρώνων.
Διαιτητική Αντιμετώπιση
Η διατροφή στην περίπτωση της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας φαίνεται ότι διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο σε ότι αφορά την βελτίωση των συμπτωμάτων της ουραιμίας, αλλά και στην διατήρηση της λειτουργικότητας των νεφρών. Ο στόχοι της διατροφικής παρέμβασης στην περίπτωση αυτή είναι το να παραμείνει ο ασθενής σε ένα στάδιο καλής θρέψης, να καθυστερήσει ο ρυθμός με τον οποίο εξελίσσεται η νεφρική ανεπάρκεια και να ελαχιστοποιηθεί ή ακόμη και να αποτραπεί η τοξικότητα που προέρχεται από την συγκέντρωση στην κυκλοφορία του αίματος, άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και η ουραιμία.
Ενεργειακές Ανάγκες, Πρόσληψη Πρωτεϊνών και Λιπιδίων
Οι ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια συχνά πάσχουν από υποθρεψία. Είναι λοιπόν ένας βασικός στόχος της διαιτολογικής τους διαχείρισης η κάλυψη των αναγκών τους σε ενέργει. Έτσι προτείνεται η κατανάλωση εκ μέρους των ασθενών αυτών 30 έως 35 θερμίδων ανά κιλό σωματικού βάρους την ημέρα. Στα άτομα που είναι άνω των 60 ετών και σε εκείνα που παρουσιάζουν υπέρβαρο ή παχυσαρκία συστήνεται το κατώτερο όριο (30 θερμίδες). Η μείωση των πρωτεϊνών του οργανισμού που συμβαίνει μέσω της αποβολής τους δημιουργεί ένα ενεργειακό έλλειμα το οποίο συστήνεται να καλύπτεται με την κατανάλωση υδατανθράκων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων. Επειδή η τελευταία αυτή σύσταση είναι δύσκολο να καλυφθεί με την κατανάλωση των συνηθισμένων τροφίμων, στους ασθενείς αυτούς προτείνεται η κατανάλωση τροφίμων που είναι φτωχά σε πρωτεΐνες και τα οποία αντικαθιστούν στη διατροφή τους το ψωμί και τις αμυλούχες τροφές.
Ως προς την κατανάλωση πρωτεϊνών, στους ασθενείς αυτούς προτείνεται ο περιορισμός τους καθώς συμβάλλει στην μείωση της παραγωγής νιτρωδών προϊόντων και ανόργανων ιόντων που προέρχονται από τον μεταβολισμό τους και τα οποία είναι υπεύθυνα για τις περισσότερες μεταβολικές και κλινικές διαταραχές στα πλαίσια της ουραιμίας. Προτείνεται λοιπόν να προσλαμβάνεται πρωτεΐνη 0,6 έως 1 γραμμάριο ανά κιλό σωματικού βάρους την ημέρα και το 60% έως 75% της προσλαμβανόμενης πρωτεΐνης να είναι υψηλής βιολογικής αξίας.
Ωστόσο η συμμόρφωση των ασθενών αναφορικά με τα χαμηλά επίπεδα πρωτεΐνης που θα πρέπει να καταναλώνουν αν και πολύ σημαντική είναι χαμηλή γεγονός που αποτελεί το πιο συνηθισμένο πρόβλημα στη θεραπεία της νόσου.
Σε ότι αφορά στην πρόσληψη λίπους, συστήνεται το 25 έως 35% των θερμίδων που καταναλώνονται καθημερινά να προέρχονται από λίπος. Από αυτές, συστήνεται μέχρι και 10% να προέρχονται από πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, έως 20% από μονοακόρεστα, λιγότερο από το 7% να προέρχονται από κορεσμένα λιπαρό και στη διατροφή να περιλαμβάνονται λιγότερα από 200 mg χοληστερόλης.
Η Ρύθμιση του Φωσφόρου και του Ασβεστίου
Στους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια η αυξημένη πρόσληψη φωσφόρου είναι δυνατόν να οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση του στο αίμα, καθώς και σε υπερσυγκέντρωση συμπλεγμάτων φωσφόρου – ασβεστίου. Η αυξημένη αυτή συγκέντρωση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εναπόθεση φωσφορικού ασβεστίου σε διάφορους μαλακούς ιστούς του σώματος αλλά και στα αγγεία. Η υπερβολική παρουσία φωσφόρου στην αιματική ροή προκαλεί ακόμη μείωση των επιπέδων ασβεστίου στον ορό του αίματος και δευτερογενώς διεγείρει την παραγωγή παραθορμόνης. Με τη σειρά της η παρουσία αυξημένων επιπέδων παραθορμόνης προκαλεί δευτερογενή παραθυρεοειδισμό.
Έτσι στους ασθενείς που πάσχουν οπό χρόνια νεφρική ανεπάρκεια προτείνεται να προσλαμβάνουν γύρω στα 600 έως 1000 mg φωσφόρου την ημέρα. Προκειμένου να αποφευχθεί η υπερφωσφαταιμία, εκτός από τους διατροφικούς περιορισμούς, χορηγούνται στους ασθενείς αυτούς φαρμακευτικά σκευάσματα που δεσμεύουν τον φώσφορο που περιέχεται στα τρόφιμα και ελαττώνουν έτσι την απορρόφηση του από τον πεπτικό σωλήνα.
Σε ότι αφορά στην πρόσληψη ασβεστίου, οι ασθενείς αυτοί κατά κανόνα παρουσιάζουν αυξημένες ανάγκες σε ασβέστιο. Αυτό οφείλεται στο ότι συχνότατα παρουσιάζουν αντίσταση στη δράση της βιταμίνης D στον οργανισμό τους ή έλλειψη της με αποτέλεσμα την μειωμένη απορρόφηση του ασβεστίου που υπάρχει στα τρόφιμα. Επίσης σημειώνεται ότι το τρόφιμα που είναι πλούσια σε ασβέστιο συνήθως είναι πλούσια και σε φώσφορο τον οποίο θα πρέπει να λαμβάνουν σε χαμηλές ποσότητες. Έτσι η δίαιτα που θα πρέπει να ακολουθούν και να είναι χαμηλή σε φώσφορο, καταλήγει επίσης να είναι και χαμηλής περιεκτικότητας σε ασβέστιο. Για το λόγο αυτό συστήνεται η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής. Η συνιστώμενη ημερήσια δόση των ασθενών αυτών σε ασβέστιο είναι 1200-1600 mg ασβεστίου την ημέρα. Ωστόσο θα πρέπει να δίνεται προσοχή στα επίπεδα φωσφόρου στο αίμα προκειμένου να χορηγηθεί συμπλήρωμα ασβεστίου. Η χρήση των συμπληρωμάτων αυτών είναι ασφαλής μόνο όταν τα επίπεδα φωσφόρου στο αίμα είναι φυσιολογικά ή ελαφρώς αυξημένα. Σε διαφορετική περίπτωση η χορήγηση ασβεστίου μπορεί να οδηγήσει σε εναπόθεση φωσφορικού ασβεστίου στους ιστούς.
Νάτριο, Πρόσληψη Υγρών και Καλίου
Σε ότι αφορά στην κατανάλωση νατρίου και υγρών σημειώνεται ότι οι ανάγκες αυτές διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο και για αυτό οι οδηγίες θα πρέπει να εξατομικεύονται. Σε γενικές γραμμές όμως, σημειώνεται ότι οι νεφροί στην περίπτωση της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας δυσκολεύονται να αποβάλλουν το νάτριο και για την αποφυγή υπεσυγκέντρωσης του συστήνεται ο περιορισμός στην πρόσληψη του. Για ασθενείς στους οποίους η νόσος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο συνήθως η πρόσληψη 1000-3000 mg νατρίου την ημέρα κρίνεται ως ικανοποιητική επίσης και η κατανάλωση 1500-3000 ml υγρών ώστε να διατηρείται το ισοζύγιο νερού – νατρίου.
Άλλη μια ουσία που χρήζει προσοχής είναι το κάλιο. Το κάλιο απεκκρίνεται κατά κύριο λόγο από τους νεφρούς. Έτσι στην περίπτωση της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας είναι δυνατόν να υπάρξει κατακράτηση του με συνεπακόλουθη υπερκαλιαιμία. Ωστόσο, οι ασθενείς που βρίσκονται σε προτελικό στάδιο της νόσου, συνήθως δεν παρουσιάζουν προβλήματα στην ρύθμιση του καλίου καθώς όσο ο όγκος των ούρων που αποβάλλονται σε ημερήσια βάση είναι μεγαλύτερος ή ίσος των 1000 ml, η έκκριση καλίου από τους ακόμη λειτουργικούς νεφρώνες αυξάνει και η νεφρική κάθαρση του καλίου δεν μειώνεται σημαντικά. Παράλληλα αυξάνει η απέκκριση καλίου στα κόπρανα. Η πρόσληψη καλίου μέσω της τροφής στα άτομα που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια συστήνεται να μην ξεπερνά τα 3000 mg την ημέρα. Ασθενείς με πιο ήπιες δυσλειτουργίες (συνήθως πρωιμότερου σταδίου) μπορούν να ανεχθούν και πιο υψηλές ποσότητες καλίου αλλά και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση της συγκέντρωσης καλίου στον ορό.
Βιταμίνες και Ιχνοστοιχεία
Πολλές από τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία φυσιολογικά απεκκρίνονται με τα ούρα. Έτσι στην νεφρική ανεπάρκεια, με την έκπτωση της λειτουργίας των νεφρών συσσωρεύονται στον οργανισμό. Γενικά στην νεφρική ανεπάρκεια αλλάζει ο μεταβολισμός αλλά και η κατάσταση του οργανισμού ως προς τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία. Στις αλλαγές αυτές διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ο βαθμός δυσλειτουργίας των νεφρών, η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει ο ασθενής, η διατροφική του κατάσταση και η πρόσληψη τροφής. Δεν έχουν καθοριστεί σε απόλυτο βαθμό οι ανάγκες των ασθενών αυτών σε ιχνοστοιχεία και βιταμίνες. Επειδή τα επίπεδα τους στον οργανισμό εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, η χορήγηση τους μέσω της διατροφής αλλά κυρίως μέσω συμπληρωμάτων διατροφής θα πρέπει να εξατομικεύεται με προσοχή καθώς λόγω της μειωμένης απέκκρισης των στοιχείων αυτών από τους νεφρούς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τοξικότητας.