Ο όρος Διατροφογενετική (Nutnigenetics), που εισήχθη στο επιστημονικό λεξιλόγιο το 1975, αναφέρεται στην επίδραση ή αλληλεπίδραση της γενετικής ποικιλομορφίας του ατόμου, στην απόκρισή του στη διατροφή. Πρόκειται για την επέκταση της έννοιας της Φαρμακογενετικής που αφορά την απόκριση ενός οργανισμού σε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με το γενετικό του υλικό.
Ένας σχετικά νέος τομέας της Ιατρικής είναι η Επιγενετική (Epigenetics) που θεωρεί ότι ο φαινότυπος ή οι μορφολογικές και λειτουργικές ιδιότητες ενός οργανισμού προκύπτουν διαδοχικά στο πλαίσιο ενός προγράμματος που καθορίζεται από το γονιδίωμα υπό την επήρεια του περιβάλλοντος του οργανισμού. Επιγενετική εiναι ουσιαστικά η μελέτη των αναστρέψιμων κληρονομήσιμων αλλαγών στη λειτουργία των γονιδίων, που εμφανίζονται χωρίς κάποια αλλαγή στην αλληλουχία του πυρηνικού DNA. Είναι η διαδικασία της επίδρασης στη δράση ενός γονίδιου χωρίς να αλλάζει το ίδιο το DNA του γονιδίου.
Οι επιγενετικές επιδράσεις προκαλούνται από πρωτεΐνες αλλά και από το RNA. Επίσης μπορεί να προκληθούν οπό ορισμένα γονίδια με διευθυντικές ευθύνες και από την αποτύπωση γονιδίων (ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένα γονίδιο εκφράζεται διαφορετικά ανάλογα με το εάν ήταν κληρονομημένο οπό τη μητέρα ή τον πατέρα).
Οι επιγενετικοί παράγοντες είναι αυτοί που αναγκάζουν τα κύτταρα ενός οργανισμού να διαφοροποιούνται παρότι όλα περιέχουν το ίδιο DNA. Οι επιγενετικοί μηχανισμοί παραμένουν σημαντικοί σε όλη τη ζωή, πυροδοτώντας επιλεκτικά γονίδια σε διαφορετικούς ιστούς σε απάντηση στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα.