Τα τελευταία χρόνια μεγάλοι Επιστημονικοί Οργανισμού και Διαβητολογικοί σύλλογοι από διάφορες χώρες έχουν προσπαθήσει να συντάξουν γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δομή και τη σύσταση της σωστής διαβητικής διάτας.
Μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες θεωρείται διατροφή καλής ποιότητάς τόσο για τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη όσο και για άτομα που δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα. Μετά από γεύματα πλούσια σε φυτικές ίνες, το επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι χαμηλότερο από ότι με άλλο είδος διατροφής. Οι φυτικές ίνες διακρίνονται σε διαλυτές και αδιάλυτες.
Οι διαλυτές ωφελούν περισσότερο τους διαβητικούς, γιατί η κατανάλωσή τους δημιουργεί χαμηλότερο ποσοστά σακχάρου στο αίμα μετά τα γεύματα και ακόμα δρουν θετικά ως προς το επίπεδο των λιπιδίων στο αίμα και οδηγούν σε ελάττωση της ολικής χοληστερόλης και της LDL-χοληστερόλης. Οι αδιάλυτές φυτικές ίνες, παρότι έχουν μικρότερη επίδραση στο σάκχαρο του Αίματος, είναι επίσης σημαντικές στην ημερήσια δίαιτα των διαβητικών. Έτσι, οι διαβητικοί πρέπει να ενθαρρύνονται να καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες.
Η δίαιτα ενός ενήλικα διαβητικού θα πρέπει να περιέχει πάνω οπό 35-40 gr ή 200 gr ανα 1000 kcal την ημέρα σε φυτικές ίνες, από τις οποίες οι μισές να είναι διαλυτές. Συστήνεται έναρξη με πρόσληψη της μισής σχεδόν ποσότητας και προοδευτική αύξηση ως το συνιστώμενο ποσό για να μη διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Όσο μεγαλύτερο ποσοστό υδατανθράκων περιέχει η δίαιτα, τόσο πιo εύκολο είναι να συμπληρωθεί και το ποσό των φυτικών ινών που συνιστώνται. Η κατανομή των φυτικών ινών στο γεύματα συστήνεται να είναι ισόποση.